- θεράπευσαν
- θεραπεύωto be an attendantaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρυφών — (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από την Κνίδο. Συνδεόταν φιλικά, παρά την αντίθεση των σχολών Κω και Κνίδου, με τον Ιπποκράτη. Σε συνεργασία, οι δύο γιατροί θεράπευσαν τον βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα B’. Ο Ε. ήταν ένας από τους πρώτους ανατόμους … Dictionary of Greek